υποσιτισμός

υποσιτισμός
ο
1) недокорм; 2) недоедание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υποσιτισμός" в других словарях:

  • υποσιτισμός — (Ιατρ.). Ο υ. παρατηρείται στα βρέφη, των οποίων η μητέρα ή η τροφός δεν έχει αρκετό γάλα ή έχει γάλα κακής ποιότητας, (χωρίς αρκετό βούτυρο). Τα βρέφη που τρέφονται τεχνητά υποσιτίζονται αν το γάλα είναι φτωχό σε βούτυρο ή όταν οι μερίδες του… …   Dictionary of Greek

  • υποσιτισμός — ο θρέψη λειψή σε ποσότητα ή σε διάφορα αναγκαία για τον οργανισμό στοιχεία (βιταμίνες, πρωτεΐνες κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναφαγιά — η 1. έλλειψη φαγητού ή αποχή από αυτό, ασιτία, νηστεία 2. λιγοστό φαΐ, υποσιτισμός …   Dictionary of Greek

  • κακοσιτία — η (Α κακοσιτία) [κακόσιτος] 1. κακή σίτιση, υποσιτισμός, ελλιπής διατροφή, ανεπαρκής θρέψη 2. ανορεξία, έλλειψη ορέξεως, αηδία προς τις τροφές, δυσκολία στο φαγητό …   Dictionary of Greek

  • κακοτροφία — η (Α κακοτροφία) [κακοτροφώ] κακή διατροφή, ανεπαρκής τροφή, υποσιτισμός αρχ. κακή θρέψη …   Dictionary of Greek

  • κακοφαγία — η 1. το να τρώγει κανείς ανεπαρκή ή ανθυγιεινή τροφή, ολιγοφαγία, υποσιτισμός, κακή διατροφή 2. (ψυχιατρ.) παθολογική ψυχική κατάσταση ατόμων που από διαστροφή τής ορέξεως τρώνε είδη ακατάλληλα για διατροφή ή και βλαβερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + …   Dictionary of Greek

  • προδιάθεση — Κατάσταση κατά την οποία το άτομο, υπό την επίδραση εσωτερικών παραγόντων, παρουσιάζει την τάση, πέρα από το κανονικό, να προσβάλλεται από ορισμένη κατηγορία νοσημάτων. Η π. μπορεί να συνδέεται με παράγοντες γενετικούς, χημικούς, ανατομικούς ή με …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • νηστικάδα — η 1. κακοσμία του στόματος του νηστικού. 2. έλλειψη κανονικής τροφής, υποσιτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποτροφία — η 1. το να είναι κάποιος υπότροφος (βλ. λ.), η συντήρηση και οι σπουδές κάποιου με δαπάνες τρίτου: Πέτυχε υποτροφία για το εξωτερικό. 2. η δαπάνη που πληρώνει τρίτος (πρόσωπο, οργανισμός κτλ.) για τη συντήρηση και εκπαίδευση σπουδαστή: Το κράτος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»